- ψηφολογώ
- -έω, Αψηφοθετώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -λογῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
συμψηφολογώ — έω, Α 1. κατασκευάζω ψηφιδωτό πάνω σε μια επιφάνεια 2. παθ. συμψηφολογοῡμαι, έομαι (για επιφάνεια) διακοσμούμαι με ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψηφολογῶ «καλύπτω με ψηφίδες, κατασκευάζω ψηφιδωτό»] … Dictionary of Greek
ψηφολογία — ἡ, ΜΑ [ψηφολογῶ] κατασκευή ψηφιδωτών … Dictionary of Greek
ψηφολογητός — ή, όν, ΜΑ [ψηφολογῶ] ψηφιδωτός … Dictionary of Greek
ψηφολόγημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [ψηφολογῶ] ψηφιδωτό … Dictionary of Greek